Δια πολλών μαρτύρων...

Το "Τίμιο Ξύλο''...

Πολύ μας απασχόλησε τον τελευταίο καιρό η νέα μόδα των Μητροπολιτών της Ελλαδικής Εκκλησίας, να φέρουν κάθε τόσο το ένα ή το άλλο κειμήλιο ή σύμβολο από διάφορα μοναστήρια για λαϊκό προσκύνημα -με το αζημίωτο βέβαια- άλλοτε υπέρ των σεισμοπλήκτων (μεταξύ των οποίων και ο μητροπολιτικός ναός Αθηνών), άλλοτε υπέρ του δημοψηφίσματος κατά των νέων ταυτοτήτων και άλλοτε υπέρ...

Δεν κρύβουμε πως δυσκολευτήκαμε για τον τρόπο που έπρεπε να θίξουμε το μεσαιωνικό και σκοταδιστικό αυτό φαινόμενο -κάτι που με κανένα τρόπο δεν περιμέναμε από τον κ. Χριστόδουλο- επειδή, συνήθως, όποιος αγγίζει τέτοια θέματα έχει ν' αντιμετωπίσει το μένος των κάθε είδους θρησκόληπτων. Όμως το παρακάτω δημοσίευμα του κ. Κ. Μαρίνου στην εφημερίδα ``Ο Δρυμώνας", νομίζουμε πως τα λέει όλα και με το παραπάνω. Το αντιγράφουμε, λοιπόν, χάρη των αναγνωστών του "Τ", για να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Γράφει ο κ. Μαρίνος:


Δεν πέρασε ένας χρόνος απ' το λαϊκό προσκύνημα του ``’ξιον Εστί" στον ’γιο Παντελεήμονα και, πριν ακόμα περατωθεί το προσκύνημα του εξ Ιεροσολύμων Τιμίου Ξύλου στη Μητρόπολη Αθηνών, προαναγγέλθηκε τρίτο για τον Οκτώβριο σε κάποια άλλη εκκλησία. Αν πρόκειται, ωστόσο, να τύχουν της ίδιας ``προνομίας" όλοι οι ενοριακοί ναοί του λεκανοπεδίου, θα περάσουν αρκετά χρόνια ώσπου να φτάσουμε στην άκρη.

Ποτέ δεν με απασχόλησε στα σοβαρά, ούτε φαντάζομαι να 'χει ιδιαίτερη σημασία το είδος του ξύλου απ’ το οποίο έγινε ο Τίμιος Σταυρός. Να όμως, που η διαχρονικότητα του ρητού, ``γηράσκω αεί διδασκόμενος", επιβεβαιώνεται για μια φορά ακόμη. Το ξύλο του Σταυρού, μαθαίνω, έχει μεγάλη προϊστορία:

``Ο Ααρών, λέει, (1100 π.Χ.), φύτεψε τρία ξερά ραβδιά, (από κέδρο, πεύκο και κυπαρίσσι καμωμένα) και τα πότιζε επί σαράντα χρόνια για να βλαστήσουν. Δεν ήταν όμως τυχαία τα ραβδιά αυτά. Τα είχαν χαρίσει (ή ξεχάσει, δεν διευκρινίζεται), τρεις άγγελοι (ή τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας κατ' άλλους), που επισκέφτηκαν κάποτε τον Αβραάμ (2.000 π.Χ.) και φυλάσσονταν, δεν ξέρω που, για εννιακόσια περίπου χρόνια.

``Ωστόσο τα ραβδιά βλάστησαν. Ενώθηκαν, όμως κι έδωσαν ένα παράξενο κέδρο-πεύκο-κυπαρίσσι, που μεγάλωσε.

``Διακόσια πάνω-κάτω χρόνια αργότερα, ο Σολομώντας το 'κοψε για να το χρησιμοποιήσει στην κατασκευή του ομώνυμου ναού. Ήταν, όμως, δυσκολοκατέργαστο και με πολλές άλλες ιδιομορφίες ξύλο, και οι μάστοροι, δεν μπόρεσαν να το ταιριάσουν πουθενά. Το θεώρησαν ``καταραμένο" και το πέταξαν σε μια άκρη.

``Εννιακόσια χρόνια έμεινε έτσι παραπεταμένο κι άχρηστο, ώσπου το 33 μ.Χ. έφτιασαν μ' αυτό το Σταυρό του Χριστού. Με τη νέα του αυτή χρήση, το καταραμένο ξύλο καθαγιάστηκε, εξαγνίστηκε κι έγινε το γνωστό Τίμιο Ξύλο".

Αυτά, με λίγα λόγια, είπε σε αθηναϊκή εφημερίδα (ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 17/9/2000) ο σεβασμιότατος κ. Ιερόθεος. Γίνεσαι ή όχι σοφότερος κατά μερικά γράδα, διαβάζοντάς τα; Το αν, βέβαια, ύστερα απ' αυτά, το Τίμιο Ξύλο, αναβαθμίστηκε κι έγινε Τιμιότερο, δεν διευκρινίζεται στο δημοσίευμα.

Και σ' άλλα θα μπορούσε να γίνει σοφότερος ο αναγνώστης του εν λόγω δημοσιεύματος. Ότι στην Ελλάδα λ.χ., σώζονται δύο τεμάχια του Τιμίου Σταυρού. Ένα στο ’γιο Όρος κι ένα στο Μέγα Σπήλαιο. Αλλά τότε, ποιος ο λόγος να περιμένουμε τόσα χρόνια εκείνο της Ιερουσαλήμ; Είναι τάχα, Τιμιότερο απ' αυτά που υπάρχουν στην πατρίδα μας;

Η περιφορά ιερών συμβόλων σε χωριά και σε πολιτείες και η έκθεσή τους σε λαϊκό προσκύνημα, ήταν σύνηθες φαινόμενο σε περασμένες εποχές και είχε διπλό αποτέλεσμα: Εξύψωνε το θρησκευτικό συναίσθημα των χριστιανών απ' τη μια, αλλά γέμιζε και τα βαλάντια των συνοδών (μοναχών συνήθως) με τις προσφορές των τελευταίων. Δύο σχέδια επιστολών του Ευαγ. Γιαννούλη, είναι πολύ διαφωτιστικές. Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα. Το πρώτο:

``Το γράμμα γουν της πανιερότης σου ελάβαμε προχθές... και ορίζεις γουν δι' αυτού να ετοιμάσωμεν την ζητείαν και το φιλότιμον και το κανονικόν και όλα τα νομιζόμενα δικαιώματα... όταν γουν έλθη η πανιερότης σου, ή άλλον θέλει πέμψει, τα δίνομεν μετά πάσης ευχαριστίας". (240).

Όπως φαίνεται, η "ζητεία" το "φιλότιμον" και το "κανονικό", ήταν εισφορές των χριστιανών για το ταμείο της επισκοπής. Να όμως και το δεύτερο:

``Διά δε τας ζητείας και τα φιλότιμα αυτά που ορίζεις να τα εβγάλης από τον νου σου. Ημείς δεν αφήνομεν να βάλης τέτοιον βαρύν ζυγόν εις την εκκλησίαν του Χριστού. όποιος υπεσχέθη να σου δώση ζήτι, σε σου δώκη από το πουγγί του, αμή οι πτωχοί και αδύνατοι τι σου χρεωστούν; Ζήτι ορίζεις; Ας κοπιάσεις εδώ και ας ζητήσετε απ' όλους τους χριστιανούς και όποιος ορίση ας σου δώκη. Ημείς δεν εμποδίζομεν τινός το αυτεξούσιον ή τη θέλησιν". (278).

``Ο Δρυμώνας", Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2000, σελ. 4. Τίτλος στο πρωτότυπο: ``ΑΠΟΨΕΙΣ-ΚΑΤΟΨΕΙΣ''. Τα μαύρα γράμματα δικά μας.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ